- αδιαλάλητος
- -η, -οαυτός που δε διαλαλήθηκε, δεν ανακοινώθηκε δημόσια: Το μεγάλο ελάττωμά του ήταν πως δεν άφηνε αδιαλάλητο κανένα μυστικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος … Dictionary of Greek